κατάλιψ

κατάλιψ
κατάλιψ, -ιφος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κατήλιψ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”